- ευρυπρωκτία
- εὐρυπρωκτία, ἡ (Α)[ευρύπρωκτος]η ιδιότητα τού ευρύπρωκτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυπρωκτία — εὐρυπρωκτίᾱ , εὐρυπρωκτία the character of a fem nom/voc/acc dual εὐρυπρωκτίᾱ , εὐρυπρωκτία the character of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπρωκτίαν — εὐρυπρωκτίᾱν , εὐρυπρωκτία the character of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὐρυπρωκτίαν — εὐρυπρωκτίᾱν , εὐρυπρωκτία the character of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσοχήνη — κυσοχήνη, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) κυσοδόχη* 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ευρυπρωκτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + χήνη (< θ. χην τού χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ χην α), πρβλ. κατα χήνη] … Dictionary of Greek